Ήρθε κι αυτός στην Αθήνα
απ' τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου.
Λέγαν πως ήταν "μεγάλη λέρα"!
Πως παραχάραξε το νόμισμα της πόλης του...
Είχε όμως και κάποιο ελαφρυντικό:
πριν κάνει τη λαμογιά συμβουλεύτηκε τους παπάδες!
Ρώτησε το Μαντείο των Δελφών αν έπρεπε να την κάνει...
Ο χρησμός τον προέτρεπε "ν' αλλάξει το πολιτικό νόμισμα"...
αλλά εκείνος -νέος κι άπειρος καθώς ήταν- δεν τον κατάλαβε,
κι αντί για πολιτικές αλλαγές,
έκοψε κάλπικη μονέδα!
Τού φυγε η "καλή" μές απ' τα χέρια
και να τώρα, μ' άδειες τσέπες, φθάνει διωγμένος στην Αθήνα.
Εδώ σύχναζε τότε κάθε κυνηγημένος, ξέμπαρκος, τυχοδιώκτης...
όλα τα καθάρματα κι οι φιλόσοφοι εδώ κατέφευγαν,
να βρουν την τύχη τους ή να τη χάσουν,
ν' αναπνεύσουν Δημοκρατία, να πιούν και να γλεντήσουν,
να ξεδώσουν στις πουτάνες
κι ύστερα να γραφτούν σε καμιά σχολή, για να σπουδάσουν κάτι!
Τι δηλαδή; Το τίποτα: Φιλοσοφία!
Δίδακτρα να πληρώσει ο φίλος μας δεν είχε,
πήγε σε μια σχολή στο Κυνοσάργους, στη χειρότερη των χειροτέρων,
που τη διεύθυνε ένας αναρχικός, ο Αντισθένης!
Ο δάσκαλος τον είδε τεμπέλη τζαμπατζή και τον απόδιωχνε...
μα ο φίλος μας επέμενε...
Κάποια μέρα που τον είδε νά χει τρουπώσει ανάμεσα στους μαθητές του,
σήκωσε τη μαγκούρα του να τον χτυπήσει!
Αλλά ο Διογένης δεν τά χασε: "όσες μαγκούρες κι αν σπάσεις πάνω μου
εγώ θά ρχομαι να σ' ακούω!"...
Κοντοστάθηκε ο δάσκαλος... "τι λέει τούτος δω; τέτοιες απαντήσεις δίνουν
τα στουρνάρια μου μετά από δέκα χρόνια!". "Μείνε!" του είπε...
Ο Διογένης δε δυσκολεύτηκε να εφαρμόσει τις χίπικες ιδέες του δασκάλου!
Μήτε περιουσία είχε μήτε σπίτι μήτε ανέσεις! Σιγά τη θυσία που θά κανε...
Άφησε γρήγορα τη σχολή και πήρε τους δρόμους.
Για να φάει, ζητούσε. Κι αν τού διναν έτρωγε...
Αν δεν τού διναν δεν έτρωγε! Ένας φιλόσοφος δεν πεινάει...
Οι πλούσιοι τρώνε όποτε θέλουν! Οι φτωχοί όποτε έχουν..
"Θα σας μάθω εγώ" έλεγε
"να έχετε λεφτά και νά στε φτωχοί,
να μην έχετε δεκάρα και νά στε πλούσιοι!"...
Πήγαινε συχνά στην Αγορά,
αγόραζε κουταμάρες και πουλούσε εξυπνάδες!
Ώρες-ώρες η Αθήνα τον στένευε...
για να ξεσκάσει έκανε εκδρομούλες
πήγαινε και στην Αίγινα σε φίλους πού χαν εξοχικά..
Σ' ένα ταξιδάκι έπεσε στα χέρια πειρατών...
τον πήγαν οι δουλέμποροι στην Κρήτη...
απ' τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου.
Λέγαν πως ήταν "μεγάλη λέρα"!
Πως παραχάραξε το νόμισμα της πόλης του...
Είχε όμως και κάποιο ελαφρυντικό:
πριν κάνει τη λαμογιά συμβουλεύτηκε τους παπάδες!
Ρώτησε το Μαντείο των Δελφών αν έπρεπε να την κάνει...
Ο χρησμός τον προέτρεπε "ν' αλλάξει το πολιτικό νόμισμα"...
αλλά εκείνος -νέος κι άπειρος καθώς ήταν- δεν τον κατάλαβε,
κι αντί για πολιτικές αλλαγές,
έκοψε κάλπικη μονέδα!
Τού φυγε η "καλή" μές απ' τα χέρια
και να τώρα, μ' άδειες τσέπες, φθάνει διωγμένος στην Αθήνα.
Εδώ σύχναζε τότε κάθε κυνηγημένος, ξέμπαρκος, τυχοδιώκτης...
όλα τα καθάρματα κι οι φιλόσοφοι εδώ κατέφευγαν,
να βρουν την τύχη τους ή να τη χάσουν,
ν' αναπνεύσουν Δημοκρατία, να πιούν και να γλεντήσουν,
να ξεδώσουν στις πουτάνες
κι ύστερα να γραφτούν σε καμιά σχολή, για να σπουδάσουν κάτι!
Τι δηλαδή; Το τίποτα: Φιλοσοφία!
Δίδακτρα να πληρώσει ο φίλος μας δεν είχε,
πήγε σε μια σχολή στο Κυνοσάργους, στη χειρότερη των χειροτέρων,
που τη διεύθυνε ένας αναρχικός, ο Αντισθένης!
Ο δάσκαλος τον είδε τεμπέλη τζαμπατζή και τον απόδιωχνε...
μα ο φίλος μας επέμενε...
Κάποια μέρα που τον είδε νά χει τρουπώσει ανάμεσα στους μαθητές του,
σήκωσε τη μαγκούρα του να τον χτυπήσει!
Αλλά ο Διογένης δεν τά χασε: "όσες μαγκούρες κι αν σπάσεις πάνω μου
εγώ θά ρχομαι να σ' ακούω!"...
Κοντοστάθηκε ο δάσκαλος... "τι λέει τούτος δω; τέτοιες απαντήσεις δίνουν
τα στουρνάρια μου μετά από δέκα χρόνια!". "Μείνε!" του είπε...
Ο Διογένης δε δυσκολεύτηκε να εφαρμόσει τις χίπικες ιδέες του δασκάλου!
Μήτε περιουσία είχε μήτε σπίτι μήτε ανέσεις! Σιγά τη θυσία που θά κανε...
Άφησε γρήγορα τη σχολή και πήρε τους δρόμους.
Για να φάει, ζητούσε. Κι αν τού διναν έτρωγε...
Αν δεν τού διναν δεν έτρωγε! Ένας φιλόσοφος δεν πεινάει...
Οι πλούσιοι τρώνε όποτε θέλουν! Οι φτωχοί όποτε έχουν..
"Θα σας μάθω εγώ" έλεγε
"να έχετε λεφτά και νά στε φτωχοί,
να μην έχετε δεκάρα και νά στε πλούσιοι!"...
Πήγαινε συχνά στην Αγορά,
αγόραζε κουταμάρες και πουλούσε εξυπνάδες!
Ώρες-ώρες η Αθήνα τον στένευε...
για να ξεσκάσει έκανε εκδρομούλες
πήγαινε και στην Αίγινα σε φίλους πού χαν εξοχικά..
Σ' ένα ταξιδάκι έπεσε στα χέρια πειρατών...
τον πήγαν οι δουλέμποροι στην Κρήτη...
αλλά ποιος ν' αγοράσει έναν τέτοιο κακομοίρη!
"Μπορεί να μην κάνω για δούλος" έλεγε
"κάνω όμως γι' αφεντικό!"
Τελικά τον πήρε κοψοχρονιά ένας Κορίνθιος, ο Ξενίδης
και του ανέθεσε να διδάσκει τα παιδιά του.
Φαίνεται πως έμεινε ικανοποιημένος απ' τον φίλο μας...
"αγαθό πνεύμα έχει μπει στο σπίτι μου!" έλεγε...
Το χειμώνα ο Διογένης πήγαινε στην Αθήνα.
Γυρολόγος ήτανε, περιπλανόμενος φιλόσοφος,
σχολείο κινητό, σήμερα εδώ αύριο παραπέρα!
Πέθανε εκεί γύρω στα ενενήντα!
Άλλοι λεν πως έφαγε χταπόδι ωμό,
το καταβρόχθησε όπως ήταν!
Δόντια δεν είχε, τού κατσε πέτρα στο γεροντικό στομάχι,
τον πιάσαν οι κοιλόπονοι, δεν άντεξε και πέθανε...
Άλλοι λέγαν πως ένα κοπάδι σκύλων έτρωγε ένα χταπόδι,
απαίτησε κι αυτός το μερτικό του
μα ένα αγριόσκυλο του δάγκωσε το πόδι,
αφόρμησε η πληγή και πέθανε!
Άλλοι, τέλος, λένε πως πέθανε πιο φιλοσοφικά...
Κράτησε μόνος του την αναπνοή του και πήγε από ασφυξία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου